- ταχυμετάβολος
- τᾰχῠ-μετάβολος, ον,A quickly changing, Ptol.Tetr.162, Geog.1.17.5.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ταχυμετάβολος — ον, ΜΑ αυτός που μεταβάλλεται γρήγορα («διὰ τό ταχυμετάβολον τῶν ὑπό τὸν ἰσημερινόν πνευμάτων», Πτολ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ * + μετάβολος «μεταβλητός» (πρβλ. πολυ μετάβολος)] … Dictionary of Greek
ταχυμετάβολον — ταχυμετάβολος quickly changing masc/fem acc sg ταχυμετάβολος quickly changing neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταχυμεταβόλους — ταχυμετάβολος quickly changing masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταχύ- — ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ταχύς και προσδίδει στο β συνθετικό την ιδιότητα τού γρήγορου (πρβλ. ταχυ κίνητος, ταχύ πους), τού πρόωρου, τού εσπευσμένου (πρβλ. ταχύ γαμος, ταχύ γηρος), τού… … Dictionary of Greek